- κουταλάκι
- τουποκορ. του κουτάλι μικρό κουτάλι, χουλιαράκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουταλάκι — το 1. μικρό κουτάλι 2. τεχνητό δόλωμα που μοιάζει με μικρό κουτάλι και τοποθετείται από τους αλιείς στο άκρο τής ορμιάς, δίπλα στο άγκιστρο … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
Diminutivaffix — Ein Diminutivaffix ist eine dem Wortstamm zugesetzte Vor oder Nachsilbe (Affix) die der grammatischen Verkleinerung (Diminutiv) dient. Solche Silben sind als Präfixe und Suffixe der Wortbildung zu betrachten. Die Affigierung ist nur eine von… … Deutsch Wikipedia
Diminutivsaffix — Die Artikel Diminutiv und Diminutivaffix überschneiden sich thematisch. Hilf mit, die Artikel besser voneinander abzugrenzen oder zu vereinigen. Beteilige dich dazu an der Diskussion über diese Überschneidungen. Bitte entferne diesen Baustein… … Deutsch Wikipedia
Diminutivsuffix — Die Artikel Diminutiv und Diminutivaffix überschneiden sich thematisch. Hilf mit, die Artikel besser voneinander abzugrenzen oder zu vereinigen. Beteilige dich dazu an der Diskussion über diese Überschneidungen. Bitte entferne diesen Baustein… … Deutsch Wikipedia
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek